Αθηνα
Βασιλίσσης Σοφίας 121, 11524
Τηλ.:(+30) 210 6436 258
ΣΥΡΟΣ
Ηρώων Πολυτεχνείου & Παραλία Καρνάγιο
Κτίριο Β, 1ος όροφος (είσοδος από Παραλία) 84 100, Ερμούπολη
Τηλ.:(+30) 22810 77 188
Βασιλίσσης Σοφίας 121, 11524
Τηλ.:(+30) 210 6436 258
Ηρώων Πολυτεχνείου & Παραλία Καρνάγιο
Κτίριο Β, 1ος όροφος (είσοδος από Παραλία) 84 100, Ερμούπολη
Τηλ.:(+30) 22810 77 188
Η υστεροσκόπηση είναι μια πρωτοποριακή, ελάχιστα επεμβατική μέθοδος εξέτασης του εσωτερικού της μήτρας, δηλαδή της ενδομητρικής κοιλότητας. Η ιδιατερότητά της έγκειται στο γεγονός ότι είναι τόσο διαγνωστική, όσο και θεραπευτική τεχνική. Βοηθά τους ειδικούς να παρατηρήσουν το μέγεθος και τη μορφολογία των οργάνων υπό εξέταση και ταυτόχρονα τους επιτρέπει να προχωρήσουν, εάν και εφόσον κρίνεται απαραίτητο, στη λήψη υλικού προς ιστολογική ανάλυση. Επίσης, μπορεί να υποδείξει την ύπαρξη πολυπόδα μήτρας, ινομυωμάτα, κύστεις ωοθηκών, διαφραγμάτων, συμφύσεων και ανατομικών ανωμαλιών και έτσι να βγουν συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργικότητα της μήτρας.
Στις πιο συχνές ενδείξεις για υστεροσκόπηση περιλαμβάνονται:
Η διαδικασία της υστεροσκόπησης θα πρέπει να προγραμματίζεται όταν η γυναίκα δεν έχει περίοδο και, ιδανικά, πριν την πρώτη φάση του έμμηνου κύκλου, δηλαδή την ωορρηξία. Πριν από τη διενέργεια της υστεροσκόπησης, μπορεί να χρειαστεί να χορηγηθούν ενδοκολπικά κάποια φάρμακα, τα οποία θα βοηθήσουν στη διαστολή του τραχήλου της μήτρας, για να διευκολυνθεί η πράξη, ή θα μειώσουν την πιθανότητα δυσφορίας. Το είδος της αναισθησίας θα καθοριστεί ανάλογα με τις χρονικές απαιτήσεις και την πολυπλοκότητα της επέμβασης. Έτσι, μπορεί να χορηγηθεί αναισθησία, είτε τοπική είτε γενική, αλλά και μέθη.
Στη συνέχεια, ο ιατρός εισάγει το υστεροσκόπιο μέσω του κόλπου και του τραχήλου για να δει το εσωτερικό της μήτρας. Το όργανο είναι εξοπλισμένο με κάμερα και φως, επιτρέποντας έτσι τη μετάδοση εικόνας από τη μήτρα σε ζωντανό χρόνο σε μια οθόνη. Επίσης, για να βελτιωθεί η ορατότητα, είναι απαραίτητη η διάταση της κοιλότητας της μήτρας, η οποία επιτυγχάνεται με χρήση αερίου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ή φυσιολογικού ορού, που διοχετεύεται στην κοιλότητα της μήτρας μέσω μιας ειδικής θήκης, που προσαρμόζεται στο υστεροσκόπιο.
Παράλληλα, προωθεί το υστεροσκόπιο στο εσωτερικό της και εξετάζει προσεκτικά την επιφάνειά της και την είσοδο των σαλπίγγων (σαλπιγγικά στόμια) για τυχόν παθολογία. Εφ’ όσον επιβάλλεται από τα υστεροσκοπικά ευρήματα, ειδικά εργαλεία τοποθετούνται διαμέσου του υστεροσκοπίου στην ενδομητρική κοιλότητα για την πραγματοποίηση της επέμβασης (π.χ. λήψη βιοψιών, αφαίρεση ενδομητρικού πολύποδα κ.λπ.).
Αν πρόκειται για διαγνωστική υστεροσκόπηση, ο ιατρός εξετάζει το ενδομήτριο και ανιχνεύει τυχόν προβλήματα. Σε περιπτώσεις θεραπευτικής υστεροσκόπησης, ο γιατρός μπορεί να αφαιρέσει πολύποδες, ινομυώματα ή συμφύσεις χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία που περνούν μέσα από το υστεροσκόπιο.
Στο σύνολό της η διαδικασία διαρκεί συνήθως 30 λεπτά έως μία ώρα και η ανάρρωση είναι γρήγορη. Μετά την εξέταση η ασθενής δεν παραμένει στο νοσοκομείο, αλλά μπορεί να πάει στο σπίτι. Στην περίπτωση που της έχει χορηγηθεί γενική αναισθησία, θα χρειαστεί να παραμείνει στο νοσοκομείο για λίγο, ώστε να παρέλθουν τυχόν ανεπιθύμητες συνέπειες από την αναισθησία.
Επειδή η υστεροσκόπηση δεν είναι επώδυνη γενικά, με την ασθενή να βιώνει κυρίως κάτι παρόμοιο με τους πόνους περιόδου, αν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να πάρει απλά παυσίπονα. Πολλές γυναίκες επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους, στη δουλειά τους ή σε άλλες δραστηριότητες, την επόμενη κιόλας ημέρα μετά την εξέταση. Μετά την εξέταση, η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών αισθάνεται μόνο λίγο πόνο και μπορεί να έχει μια μικρή αιμορραγία για μερικές μέρες. Η γυναίκα μπορεί να παρατηρήσει επίσης ότι η περίοδος είναι διαφορετική από το συνηθισμένο, αλλά αυτό αποκαθίσταται πλήρως από τον επόμενο κύκλο. Μετά την υστεροσκόπηση, η γυναίκα μπορεί να έχει σεξουαλικές επαφές όταν τελειώσει η αιμορραγία.
Η υστεροσκόπηση είναι μια ιδιαίτερα ασφαλής μέθοδος, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να εμφανιστούν ορισμένες επιπλοκές. Οι ενδεχόμενες επιπλοκές της υστεροσκόπησης μπορούν σχηματικά να χωριστούν σε άμεσες και όψιμες. Άμεσες ονομάζονται οι επιπλοκές, που εκδηλώνονται είτε διεγχειρητικά (κατά τη διάρκεια της επέμβασης), είτε αμέσως μετά από αυτήν, ενώ όψιμες ονομάζονται οι επιπλοκές, που εκδηλώνονται με κάποια καθυστέρηση. Στις όψιμες επιπλοκές της υστεροσκόπησης περιλαμβάνονται η ατελής εκτομή υποβλεννογονίου ινομυώματος και η δημιουργία συμφύσεων εντός της ενδομητρικής κοιλότητας.
Ανάμεσα στις επιπλοκές περιλαμβάνονται και ο τραυματισμός της μήτρας ή του τραχήλου από το υστεροσκόπιο και τα ειδικά εργαλεία που εφαρμόζονται σε αυτό. Επίσης, μια ελαφριά αιμορραγία μετά τη διαδικασία είναι συνηθισμένη και αναμενόμενη, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκύψει πιο σοβαρή αιμορραγία, ιδίως αν έχει γίνει αφαίρεση πολύποδα ή ινομυώματος. Ταυτόχρονα, όπως και με κάθε διαδικασία που περιλαμβάνει την εισαγωγή οργάνων στη μήτρα, υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, πόνο και ασυνήθιστες κολπικές εκκρίσεις. Τέλος, πολύ σπάνια μπορεί να προκύψει υπερβολική απορρόφηση υγρών από το σώμα, προκαλώντας διαταραχές στον ισολογισμό των ηλεκτρολυτών. Αν και πολύ σπάνια, αυτή η επιπλοκή μπορεί να είναι σοβαρή αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Σε κάθε περίπτωση, οι λεπτοί χειρισμοί του ιατρού, η εμπειρία του και η ομαλή είσοδος των εργαλείων μπορούν να αποτρέψουν αυτές τις επιπλοκές και να αναδείξουν τα σπουδαία οφέλη που έχει η μέθοδος. Εάν παρουσιαστεί έντονος πόνος, βαριά αιμορραγία, πυρετός ή ασυνήθιστη έκκριση, επικοινωνήστε άμεσα με τον ιατρό σας.
Αν πρόκειται να υποβληθείτε σε εξωσωματική γονιμοποίηση και εμβρυομεταφορά μετά τη διενέργεια υστεροσκόπησης, θα πρέπει να γνωρίζετε πως απαιτείται ένα χρονικό διάστημα για να «επουλωθεί» η μήτρα και να αποκατασταθεί το ενδομήτριο. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να περάσει ένας ενδιάμεσος κύκλος από την υστεροσκόπηση μέχρι να κάνετε εξωσωματική/εμβρυομεταφορά. Αυτό, φυσικά, εξατομικεύεται ανάλογα και με την κλινική εικόνα της κάθε γυναίκας, το ιατρικό ιστορικό της και το τι χρειάστηκε να γίνει κατά την υστεροσκόπηση.
Ένα δίλημμα, με το οποίο έρχονται συχνά αντιμέτωπες οι ασθενείς αφορά το αν θα πρέπει να προχωρήσουν σε απόξεση αντί για υστεροσκόπηση και το αντίστροφο. Το δίλημμα αυτό τίθεται μετά από συζήτηση με τον ιατρό τους σχετικά με την αντιμετώπιση περιπτώσεων βαριάς αιμορραγίας κατά την έμμηνο ρύση, παρουσίας πολύποδα του ενδομητρίου, σε κολπικές αιμορραγίες κατά την διάρκεια ή μετά το πέρας της εμμηνόπαυσης.
Η απάντηση είναι πως, σύμφωνα πάντα και με την διεθνή βιβλιογραφία, για τις παραπάνω περιπτώσεις η ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε υστεροσκόπηση αντί για απόξεση μήτρας. Η απόξεση ενδομητρίου υπολείπεται της υστεροσκόπησης, καθώς αυτή είναι μια τυφλή μέθοδος, μιας και δεν υπάρχει απεικόνιση. Κατά συνέπεια, η είσοδος και οι χειρισμοί με τα εργαλεία μέσα στην κοιλότητα της μήτρας γίνονται χωρίς οπτική καθοδήγηση. Επίσης, η απόξεση του ενδομητρίου δεν θα κάνει σωστή διάγνωση τις περισσότερες φορές, γιατί οι παθολογικές εστίες μέσα στην κοιλότητα της μήτρας δεν γίνονται ορατές, οπότε η βιοψίες δεν είναι στοχευμένες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η υστεροσκόπηση προκαλεί μια ήπια ενόχληση ή πόνο που μοιάζει με τις κράμπες περιόδου. Ανάλογα με την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και της παθολογίας που πρέπει να αντιμετωπιστεί, μπορεί να διενεργηθεί με τοπική αναισθησία ή ελαφρά μέθη για την ελαχιστοποίηση του πόνου.
Πριν από την επέμβαση, δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία. Ιδανικό χρονικό σημείο για την πραγματοποίησή της θεωρούνται οι πρώτες μέρες μετά την τελευταία περίοδο, καθώς είναι καλύτερο να μην υπάρχει έμμηνος ρύση. Κατά τη διάρκεια της περιόδου σας, η παρουσία αίματος στη μήτρα μπορεί να εμποδίσει την καθαρή εικόνα που χρειάζεται ο γιατρός για να αξιολογήσει πλήρως το ενδομήτριο και να διαγνώσει ή να αντιμετωπίσει τυχόν παθήσεις, καθιστώντας τη διαδικασία λιγότερο ακριβή. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, ο τράχηλος είναι πιο ανοιχτός, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εισόδου βακτηρίων στη μήτρα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση. Πριν από τη διαδικασία, ο γιατρός μπορεί να προτείνει λήψη φαρμάκων για τη διαστολή του τραχήλου.
Η ανάρρωση από τη διαγνωστική υστεροσκόπηση είναι άμεση και μπορείτε να επιστρέψετε στις κανονικές σας δραστηριότητες την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Σε ό,τι αφορά την θεραπευτική υστεροσκόπηση, μπορεί να χρειαστούν λίγες ημέρες για πλήρη ανάρρωση, καθώς ενδέχεται να υπάρξει ελαφριά αιμορραγία ή ήπιος πόνος για 1 με 2 ημέρες.
Η υστεροσκόπηση δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς η διαδικασία μπορεί να διαταράξει την κύηση και το έμβρυο, προκαλώντας επιπλοκές, έως και αποβολή. Επειδή περιλαμβάνει την εισαγωγή οργάνων μέσω του τραχήλου της μήτρας και τη διάταση της μήτρας, μπορεί αποβεί επικίνδυνη για μια εξελισσόμενη εγκυμοσύνη. Σε περίπτωση που υπάρχει υποψία εγκυμοσύνης ή προγραμματίζετε να μείνετε έγκυος, θα πρέπει να ενημερώσετε τον γιατρό σας πριν από τη διενέργεια υστεροσκόπησης. Συνήθως, οι γιατροί αποφεύγουν την πραγματοποίησή της κατά την εγκυμοσύνη, εκτός αν υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι και σοβαροί ιατρικοί λόγοι.
Η υστεροσκόπηση μπορεί να έχει θετική επίδραση στη γονιμότητα της γυναίκας, ιδίως όταν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση παθήσεων που εμποδίζουν τη σύλληψη ή την εμφύτευση του εμβρύου (πολύποδες, ινομυώματα, συμφύσεις κ.ά.). Γυναίκες με ιστορικό υπογονιμότητας, επαναλαμβανόμενων αποβολών ή μη αναμενόμενης αιμορραγίας μπορούν να επωφεληθούν από τη διαδικασία. Ανάλογα με τα αίτια της υπογονιμότητας και το ατομικό ιστορικό σας, μπορείτε να συζητήσετε με τον ιατρό σας για το αν η υστεροσκόπηση είναι η κατάλληλη επιλογή για εσάς.
Η υστεροσκόπηση δεν απαιτεί τακτική επανάληψη και συνήθως γίνεται μόνο όταν υπάρχει ένδειξη, όπως ανώμαλη αιμορραγία ή υπογονιμότητα.
Copyright© 2024 | All Rights Reserved drchandakas.gr